λεῖψις — omission fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείψις — λείψῑς , λεῖψις omission fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῖψιν — λεῖψις omission fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείψη — λεῖψις omission fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
λείψει — λείβω pour aor subj act 3rd sg (epic) λείπω leave fut ind mid 2nd sg λείπω leave fut ind act 3rd sg λεῖψις omission fem nom/voc/acc dual (attic epic) λείψεϊ , λεῖψις omission fem dat sg (epic) λεῖψις omission fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείψεις — λείβω pour aor subj act 2nd sg (epic) λείπω leave fut ind act 2nd sg λεῖψις omission fem nom/voc pl (attic epic) λεῖψις omission fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφάγι — το / προσφάγιον, ΝΜΑ, και προσφάι Ν καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του (α. «τοῡ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῑψις τοῡ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ. β. «ὀσπρίου ἤ ἄλλου τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. Αριστοφ … Dictionary of Greek
σιτολειψία — ἡ, Α σιτοδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + λειψία < λεῖψις «έλλειψη» (< λείπω), κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
λείψεων — λείψεω̆ν , λεῖψις omission fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)